- Σαββατίζει
- Σαββατίζωkeep Sabbathpres ind mp 2nd sgΣαββατίζωkeep Sabbathpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαββατίζω — Α [Σάββατον] 1. (στους Εβραίους) εορτάζω το Σάββατο 2. φρ. «ἡ γῆ σαββατίζει» η γη δεν καλλιεργείται, επειδή τηρείται η αργία τού Σαββάτου … Dictionary of Greek